-
1 πωλίον
-
2 πωλίον
πωλέωsell: pres part act masc voc sg (doric)πωλέωsell: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric)πωλίονpony: neut nom /voc /acc sg -
3 πώλιον
πωλέωsell: imperf ind act 3rd pl (doric)πωλέωsell: imperf ind act 1st sg (doric) -
4 πωλία
πωλίονpony: neut nom /voc /acc pl -
5 πωλίου
πωλίονpony: neut gen sg -
6 πωλίοις
πωλέωsell: pres opt act 2nd sg (doric)πωλίονpony: neut dat pl -
7 πωλίω
-
8 πωλίῳ
-
9 πωλίων
πωλέωsell: pres part act masc nom sg (doric)πωλίονpony: neut gen pl -
10 ζυτοπώλιον
ζῡτο-πώλιον, τό,A beer-shop, PCair.Zen.189.6 (iii B.C.), al., PRyl.127.12 (i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζυτοπώλιον
-
11 ζῳόπωλις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζῳόπωλις
-
12 θερμοπώλιον
θερμο-πώλιον, τό,A cook-shop, in Lat. form thermopolium, Plaut. Curc.292, Trin.1013, but [full] θερμοπωλεῖον is expld. by lupinarium, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θερμοπώλιον
-
13 θρυοπώλιον
θρῠο-πώλιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρυοπώλιον
-
14 καταψάω
A stroke, caress,καταψῶσα τοῦ παιδίου τὴν κεφαλήν Hdt.6.61
;καταψῶν αὐτὸν [τὸν κάνθαρον] ὥσπερ πωλίον Ar. Pax75
, cf.X.Ap. 28;τὸ φαλακρόν Herod.6.76
:—[voice] Pass., Asclep. ap. Gal.12.411; to be stroked the right way, Sch.Gen.Il.21.474.2 metaph., smooth down, Plb.2.13.6, 10.18.3; cajole, wheedle, BGU1011.13 (ii B.C.).3 scrape down,τοὺς τοίχους IG11(2).199
A48(Delos, iii B.C.); rub down,ἅτερος τὸν ἕτερον Luc.Anach.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταψάω
-
15 κλινοπώλιον
κλῑνο-πώλιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλινοπώλιον
-
16 κρεοπώλιον
κρεο-πώλιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεοπώλιον
-
17 κρομμυπώλιον
κρομμῠ-πώλιον, τό,A onion-shop, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρομμυπώλιον
-
18 μαχαιροπώλιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαχαιροπώλιον
-
19 μερύτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μερύτης
-
20 μονοπώλιον
μονο-πώλιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονοπώλιον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πωλίον — πωλέω sell pres part act masc voc sg (doric) πωλέω sell pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) πωλίον pony neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλίον — τὸ, Α [πῶλος] 1. (υποκορ. τού πώλος) μικρό πουλάρι 2. μικρός ελέφαντας 3. ο υμένας που περικαλύπτει τον πώλο όταν είναι έμβρυο μέσα στην μήτρα … Dictionary of Greek
πώλιον — πωλέω sell imperf ind act 3rd pl (doric) πωλέω sell imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλία — πωλίον pony neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλίου — πωλίον pony neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλίῳ — πωλίον pony neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμοπώλιον — θερμοπώλιον, τὸ (Α) μαγειρείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + πώλιον (< πώλης < πωλώ), πρβλ. αρτο πώλιον, παντο πώλιον] … Dictionary of Greek
κλινοπώλιον — κλινοπώλιον, τὸ (Α) κατάστημα πωλήσεως κλινών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + πώλιον (< πώλης < πωλῶ), πρβλ. αρτο πώλιον, κρεω πώλιον] … Dictionary of Greek
σιλιγνοπώλιον — τὸ, Α κατάστημα ή τόπος όπου πωλούσαν σίλιγνον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίλιγνον «είδος σίτου» + πώλιον (< πώλης*), πρβλ. ἀρτο πώλιον, αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ. αντί σιλιγνοπάλιον (< σίλιγνον + πάλιον < πάλη «λεπτοκοσκινισμένο αλεύρι»)] … Dictionary of Greek
φακινοπώλιον — και φακεινοπώλιον, τὸ, Α κατάστημα όπου πωλούνται μαγειρεμένες φακές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάκινος + πώλιον (< πώλης*), πρβλ. ξυλο πώλιον] … Dictionary of Greek
εφθοπώλιον — ἑφθοπώλιον και ἑφθοπωλεῑον, τὸ (Α) μέρος όπου πουλούν μαγειρεμένο κρέας και γεν. μαγειρεμένα φαγητά, το μαγειρείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἑφθὸς (< ἕψω «ψήνω) + πώλιον (< πωλις < πωλώ)] … Dictionary of Greek