-
1 αναπυστος
2узнанный, известныйὑστέρῳ χρόνῳ ἀνάπυστα ἐγένετο ταῦτα Her. — впоследствии это обнаружилось;
ἀνάπυστα θεῖναί τινί (τι) Hom. — открыть кому-л. что-л. -
2 απυστος
21) не слыхавший, не знающий(μύθων Hom.)
οὐδὲ δέν ἦεν ἄ. Ζεύς Hom. — Зевс недолго пребывал в неизвестности, т.е. скоро узнал (о происшедшем)2) о котором нет и слуху, безвестный(ἄϊστος ἄ. Hom.; ἀειδές καὴ ἄ. Plat.)
3) неслышный, невнятный(ἄπυστα φωνῶν Soph.)
-
3 εκπυστος
2узнанный, дошедший до сведения, известныйπρὴν ἔκπυστος γενέσθαι Thuc. — прежде, чем стало известно о его прибытии;
ἐκπύστου τούτου γενομένου πρὸς τὸν Μέτελλον Plut. — когда весть об этом дошла до Метелла -
4 περιπυστος
-
5 πυνθανομαι
(= πεύθομαι См. πευθομαι)(fut. πεύσομαι - дор. πευσοῦμαι, aor. 2 ἐπυθόμην - эп. πυθόμην и πεπυθόμην, pf. πέπυσμαι, ppf. ἐπεπύσμην - эп. πεπύσμην; adj. verb. πυστός и πευστέος)
1) расспрашивать, выведывать, осведомляться, (раз)узнавать(πᾶσαν ἀλήθειαν περί τινος Soph.; τι ἀπό τινος Soph. и παρά τινος Plat., Arst. etc.)
2) получить сведения, (у)знать, услышать(ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι Her., Thuc., Dem.)
τοιαῦτα, ὧν πεύσει τάχα Soph. — то, о чем ты сейчас узнаешь;πυνθανόμενος ὑμᾶς εὖ πράττειν Xen. — узнав, что у вас все обстоит благополучно;οὐ γάρ τί πω πάντα σαφῶς πεπύσμεθα Plat. — мы-то ведь не обо всем точно осведомлены;ὄφρα πύθηαι (conjct.) πατρός Hom. — чтобы ты получил сведения об отце;ὡς ἐπύθοντο τῆς Πύλου κατειλημμένης Thuc. — когда (пелопоннесцы), узнали, что Пилос взят;οὐ γὰρ ἂν πύθοιό μου Soph. — (ничего) ты от меня не узнаешь
См. также в других словарях:
πυστός — learnt masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυστός — ή, όν, ΜΑ 1. γνωστός, ξακουστός 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ἐκ τοῡ πεύθω, ὅ σημαίνει τὸ ἀκούω, γίνεται πυστὰ καὶ ἔκπυστα, σημαίνει δὲ τὰ ἐξάκουστα καὶ ἐξάγγελτα καὶ ἔκδηλα». [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *πυθ τος < θ. πυθ τού πυ ν θάνομαι… … Dictionary of Greek
πυστά — πυστός learnt neut nom/voc/acc pl πυστά̱ , πυστός learnt fem nom/voc/acc dual πυστά̱ , πυστός learnt fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυστόν — πυστός learnt masc acc sg πυστός learnt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυστοῖς — πυστός learnt masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήπυστος — νήπυστος, ον (Α) ανήκουστος, άγνωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + πυστός (< πυνθάνομαι «πληροφορούμαι»), πρβλ. ά πυστος, έκ πυστος] … Dictionary of Greek
άπυστος — ἄπυστος, ον (Α) [πυστός] 1. αυτός για τον οποίο δεν έχει ακούσει κανείς κάτι 2. αυτός που δεν ακούγεται ή δεν μπορεί να ακουστεί 3. αυτός που δεν άκουσε ή δεν πληροφορήθηκε τίποτε, απληροφόρητος … Dictionary of Greek
πάμπυστος — πάμπυστος, ον (Α) 1. πασίγνωστος, γνωστότατος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πάμπυστα με πλήρη γνώση ή προς πλήρη γνώση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πυστός (< πυνθάνομαι)] … Dictionary of Greek
περίπυστος — ον, ΜΑ αυτός που είναι παντού γνωστός, περιώνυμος, ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πυστός (< πυνθάνομαι «πληροφορούμαι»)] … Dictionary of Greek
πολύπυστος — ον, Α φημισμένος, ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πυστός (< πυνθάνομαι)] … Dictionary of Greek
πυνθάνομαι — και ποιητ. τ. πεύθομαι Α 1. ζητώ να πληροφορηθώ ή μαθαίνω κάτι εξ ακοής, πληροφορούμαι (α. «ἀπ ἀνδρὸς τὴν νεάγγελτον φάτιν ἐλθὼν πύθηται», Αισχύλ. β. «ἐξιστορήσαντες τὰ ἐβούλοντο πυθέσθαι», Ηρόδ.) 2. μαθαίνω για κάποιον ή για κάτι (α. «μάχης… … Dictionary of Greek