Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πυρώσῃ

  • 1 πυρώση

    πυρώσηι, πύρωσις
    firing: fem dat sg (epic)
    πυράζω
    singe: fut part act fem dat sg (attic epic ionic)
    πυρόω
    burn with fire: aor subj mid 2nd sg
    πυρόω
    burn with fire: aor subj act 3rd sg
    πυρόω
    burn with fire: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > πυρώση

  • 2 πυρώσῃ

    πυρώσηι, πύρωσις
    firing: fem dat sg (epic)
    πυράζω
    singe: fut part act fem dat sg (attic epic ionic)
    πυρόω
    burn with fire: aor subj mid 2nd sg
    πυρόω
    burn with fire: aor subj act 3rd sg
    πυρόω
    burn with fire: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > πυρώσῃ

См. также в других словарях:

  • πύρωση — η / πύρωσις, ώσεως, ΝΑ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πυρώνω, η πυράκτωση 2. ιατρ. αίσθημα καύσου στο επιγάστριο, το οποίο ανεβαίνει στον οισοφάγο και συνοδεύεται από ερυγές και αναγωγή όξινου υγρού, κν. καούρα («στομάχου πύρωσις», Διοσκ.)… …   Dictionary of Greek

  • πύρωση — η 1. η πράξη του πυρώνω και το αποτέλεσμα, η πυράκτωση. 2. αίσθημα καυτερό, τσούξιμο του φάρυγγα, αλλ. καΐλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυρώσῃ — πυρώσηι , πύρωσις firing fem dat sg (epic) πυράζω singe fut part act fem dat sg (attic epic ionic) πυρόω burn with fire aor subj mid 2nd sg πυρόω burn with fire aor subj act 3rd sg πυρόω burn with fire fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονιάματα — Ουσίες, οι οποίες όταν αναμειχθούν με άμμο, σκύρα ή ηφαιστειογενή χώματα χρησιμεύουν στην παρασκευή της αμμοκονίας και του σκυροδέματος. Είδη κ. είναι ο ασβέστης, τα τσιμέντα και οι γύψοι, υλικά με διαφορετικές, μεταξύ τους, ιδιότητες. Ο ασβέστης …   Dictionary of Greek

  • Λαβουαζιέ, Αντουάν Λοράν — (Antoine Laurent Lavoisier, Παρίσι 1743 – 1794). Γάλλος φυσικός και χημικός, θεμελιωτής της σύγχρονης χημείας. Γιος πλούσιου δικηγόρου, απέκτησε εξαίρετη μόρφωση και ιδίως μοναδική προπαρασκευή στη φυσική και στα μαθηματικά, η οποία επέδρασε πολύ …   Dictionary of Greek

  • αποστείρωση — Διαδικασία που απαλλάσσει ένα άτομο ή ένα αντικείμενο από όλους τους ζωντανούς οργανισμούς. Η α. χρησιμοποιείται κυρίως στη μικροβιολογία, την ιατρική, τη φαρμακευτική και στις βιομηχανίες τροφίμων για την καταστροφή των μικροοργανισμών. Με την α …   Dictionary of Greek

  • ερυθροπύρωση — η ισχυρή θέρμανση, πύρωση μετάλλου μέχρι να γίνει κόκκινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + πύρωση. Η λ. στον λόγιο τ. ερυθροπύρωσις μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστάσιο Δαμβέργη] …   Dictionary of Greek

  • πυρωτικός — ή, ό / πυρωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πυρωτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πύρωση 2. αυτός που προκαλεί πύρωση, ο καυστικός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πυρωτικό θερμαντικό ποτό …   Dictionary of Greek

  • σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • λευκόχρυσος ή πλατίνα — Μεταλλικό χημικό στοιχείο με σύμβολο Pt. Ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 78, ατομική μάζα 195,09 και έξι σταθερά ισότοπα. Στη φυσική του κατάσταση βρίσκεται στον πεπίτη, ο οποίος προέρχεται από …   Dictionary of Greek

  • πυρωτικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην πύρωση, που προκαλεί την πύρωση, καυστικός. 2. το ουδ. ως ουσ., πυρωτικό θερμαντικό ποτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»