-
1 πυρό-μαντις
πυρό-μαντις, ὁ, ἡ, der aus dem Feuer Wahrsagende, Suid.
-
2 πυρόμαντις
πυρό-μαντις, ὁ, ἡ, der aus dem Feuer Wahrsagende
См. также в других словарях:
υδρομάντης — ο / ὑδρόμαντις, άντεως, ὁ και ἡ, ΝΑ αυτός που ασκεί υδρομαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + μάντις (πρβλ. πυρό μαντις)] … Dictionary of Greek