-
1 πυρόξανθος
auburnΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πυρόξανθος
-
2 πυρόν
πῠρόν, τό,A v. πυρά, τά. [full] πυρόξανθος, v. πυρρόξανθος.
См. также в других словарях:
πυρόξανθος — ον, Μ ο πυρρόξανθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ξανθός] … Dictionary of Greek
δαγάλος — δαγάλος, ο και δαγάλιν, το (Μ) (για ίππο) πυρόξανθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με το δάος «δαυλός, πυρσός, ίππος»] … Dictionary of Greek