-
1 πυρφόρω
-
2 πυρφόρῳ
-
3 πυρφόρωι
πυρφόρῳ, πύρφοροςfire-bearing: masc /fem /neut dat sgπυρφόρῳ, πυρφόροςmasc /fem /neut dat sg
См. также в других словарях:
πυρφορώ — και πυροφορῶ, έω, Α [πυρφόρος] 1. φέρω πυρσό, είμαι πυρφόρος 2. φέρω το ιερό πυρ («ὁ παῑς ὁ τῷ θεῷ πυρφορῶν», επιγρ.) 3. μεταφέρω φωτιά («θεωρίς ναῡς ἐκ Δήλου πυρφοροῡσα», Φιλοστρ.) 4. πυρπολώ 5. μτφ. κατακαίω («πυρφορεῑν τὴν ψυχήν», Χαρίτ.) … Dictionary of Greek
πυρφόρῳ — πύρφορος fire bearing masc/fem/neut dat sg πυρφόρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρφόρωι — πυρφόρῳ , πύρφορος fire bearing masc/fem/neut dat sg πυρφόρῳ , πυρφόρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρσοφορώ — έω, Α [πυρσοφόρος] πυρφορῶ … Dictionary of Greek