Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πυρσῶ

См. также в других словарях:

  • πυρσώ — όω, Μ [πυρσός (Ι)] 1. πυρσεύω 2. παθ. πυρσοῡμαι, όομαι εμπνέομαι, φωτίζομαι («ἀνθρώπῳ θείῳ αὐγαῑς πνεύματος πυρσουμένῳ», Κ. Μανασσ.) …   Dictionary of Greek

  • πυρσῶ — πυρρός flame coloured masc/neut gen sg (doric aeolic) πυρσός flame coloured masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρσῷ — πυρρός flame coloured masc/neut dat sg (doric) πυρσός flame coloured masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρσῶι — πυρσῷ , πυρρός flame coloured masc/neut dat sg (doric) πυρσῷ , πυρσός flame coloured masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επινωτίζω — ἐπινωτίζω (Α) [νωτίζω] 1. ρίχνω πάνω στα νώτα, στις πλάτες («πυρσῷ δ’ ἀμφεκαλύφθη ξανθὸν κρᾱτ’ ἐπινωτίσας δεινῷ χάσματι θηρός», Ευρ.) 2. επιτίθεμαι από τα νώτα 3. μέσ. ἐπινωτίζομαι παίρνω κάποιον στις πλάτες μου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»