-
1 πυρσώ
πυρρόςflame-coloured: masc /neut gen sg (doric aeolic)πυρσόςflame-coloured: masc gen sg (doric aeolic)——————πυρρόςflame-coloured: masc /neut dat sg (doric)πυρσόςflame-coloured: masc dat sg -
2 πυρσῶ
Βλ. λ. πυρσώ -
3 πυρσῷ
Βλ. λ. πυρσώ -
4 πυρσώι
πυρσῷ, πυρρόςflame-coloured: masc /neut dat sg (doric)πυρσῷ, πυρσόςflame-coloured: masc dat sg -
5 πυρσῶι
πυρσῷ, πυρρόςflame-coloured: masc /neut dat sg (doric)πυρσῷ, πυρσόςflame-coloured: masc dat sg -
6 ἱππεύω
1 drive horses ἱππεύει πυρσῷ κατάκομος λάμποντι (sc. Ἥλιος) ?fr. 356. -
7 κατάκομος
1 with flowing hair ἱππεύει πυρσῷ κατάκομος λάμποντι sc. Ἥλιος ?fr. 356. -
8 λάμπω
1 shine τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου τὰν ἐνθάδε νύκτα κάτω Θρ.. 1. ἱππεύει πυρσῷ κατάκομος λάμποντι (sc. Ἥλιος) ?fr. 356. met.,λάμπει δέ οἱ κλέος ἐν Πέλοπος ἀποικίᾳ O. 1.23
λάμπει δὲ σαφὴς ἀρετὰ I. 1.22
ἀλλ' ἀνεγειρομένα χρῶτα λάμπει, Ἀοσφόρος θαητὸς ὣς ἄστροις ἐν ἄλλοις (sc. φάμα παλαιά) I. 4.23 ἔλαμψαν δ' ἀελίου δέμας ὅπως ἀγλαὸν ἐς φάος ἰόντες δίδυμοι παῖδες (Π̆{S}: ἔλαμψε Π.) Πα. 12. 1. λάμπει δὲ χρόνῳ ἔργα μετ' αἰθέῤ ἀερθέντα fr. 227. 2. -
9 πυρσός
1 torchπροφρόνων Μοισᾶν τύχοιμεν, κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ I. 4.43
ἱππεύει πυρσῷ κατάκομος λάμποντι (sc. Ἥλιος) ?fr. 356.
См. также в других словарях:
πυρσώ — όω, Μ [πυρσός (Ι)] 1. πυρσεύω 2. παθ. πυρσοῡμαι, όομαι εμπνέομαι, φωτίζομαι («ἀνθρώπῳ θείῳ αὐγαῑς πνεύματος πυρσουμένῳ», Κ. Μανασσ.) … Dictionary of Greek
πυρσῶ — πυρρός flame coloured masc/neut gen sg (doric aeolic) πυρσός flame coloured masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρσῷ — πυρρός flame coloured masc/neut dat sg (doric) πυρσός flame coloured masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρσῶι — πυρσῷ , πυρρός flame coloured masc/neut dat sg (doric) πυρσῷ , πυρσός flame coloured masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επινωτίζω — ἐπινωτίζω (Α) [νωτίζω] 1. ρίχνω πάνω στα νώτα, στις πλάτες («πυρσῷ δ’ ἀμφεκαλύφθη ξανθὸν κρᾱτ’ ἐπινωτίσας δεινῷ χάσματι θηρός», Ευρ.) 2. επιτίθεμαι από τα νώτα 3. μέσ. ἐπινωτίζομαι παίρνω κάποιον στις πλάτες μου … Dictionary of Greek