Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

πυρσωρίς

См. также в других словарях:

  • πυρσωρίδα — η, / πυρσωρίς, ίδος, ΝΜΑ νεοελλ. ναυτ. μικρό σκάφος ειδικής κατασκευής το οποίο φέρει φάρο και είναι μόνιμα αγκυροβολημένο σε διάφορες θαλάσσιες περιοχές για να επισημαίνει κινδύνους και να διευκολύνει τη ναυσιπλοΐα, αλλ. καραβοφάναρο μσν. αρχ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»