-
1 πυρσωρίς
-
2 πυρσ-ουρός
πυρσ-ουρός, ὁ, falsche Lesart statt πυρσωρίς, w. m. s.
См. также в других словарях:
πυρσωρίδα — η, / πυρσωρίς, ίδος, ΝΜΑ νεοελλ. ναυτ. μικρό σκάφος ειδικής κατασκευής το οποίο φέρει φάρο και είναι μόνιμα αγκυροβολημένο σε διάφορες θαλάσσιες περιοχές για να επισημαίνει κινδύνους και να διευκολύνει τη ναυσιπλοΐα, αλλ. καραβοφάναρο μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek