-
1 πυρσο-φόρος
πυρσο-φόρος, Feuer tragend, hervorbringend; ὀϊστοί, wie πυρφόροι, D. Sic. 20, 48; νάρϑηξ, Nonn. 7, 340.
-
2 πυρσοφόρος
πυρσο-φόρος, ον,II Subst., torch-bearer, Hsch.; large brazier, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρσοφόρος
-
3 πυρσοφόρος
πυρσο-φόρος, Feuer tragend, hervorbringend
См. также в других словарях:
φωσφόρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ρ. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 15, ατομικό βάρος 30,9· έχει ένα σταθερό ισότοπο και έξι ραδιενεργά, με αριθμό μάζας από 28 έως 34 και περιόδους υποδιπλασιασμού… … Dictionary of Greek