-
1 πυρσο-βόλος
πυρσο-βόλος, Feuerstrahlen werfend; ἀκτῖνες, Strat. 38 (XII, 196); Maneth. 4, 438.
-
2 πυρσοβόλος
См. также в других словарях:
κεγχροβόλοι — κεγχροβόλοι, οἱ (Α) (κωμική λέξη στον Λουκιανό) αυτοί που πολεμούν με κεχρί, που εκτοξεύουν ως βλήματα σπόρους κέγχρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος, πυρσο βόλος] … Dictionary of Greek