-
1 πυρσεύεται
πυρσεύωlight up: pres ind mp 3rd sg -
2 πυρσεύω
A light up, kindle, πυρσεύσας.. σέλας Εὔβοιαν having lit it up with beacon-fires ( σέλας combining with the notion of the Verb), E.Hel. 1126 (lyr.); γαῖαν πᾶσαν, of the Sun, Lyr.Alex.Adesp.35.16: metaph.,π. ἔχθραν D.S.11.64
;τὸ κάλλος Philostr.Ep.12
:—[voice] Pass., blaze,μαρμαρυγῇ Hld. 7.5
; ὥρα τις εἰαρινὴ π. beams forth, Id.5.13.II communicate news by means of πυρσοί, signal by beacon-fires, X.An.7.8.15, Onos.25.3, etc.; τισι to others, D.S.12.49; τῶν φρυκτωρῶν (or - ίων)κατὰ διαδοχὰς πυρσευόντων ἀλλήλοις Arist.Mu. 398a33
; πυρσεύετε κραυγὴν ἀγῶνος give a shout in signal of battle, E.El. 694:—[voice] Pass.,ἄν τι πυρσευθῇ Aen.Tact.15.1
;δόξα ὥσπερ ἀπὸ σκοπῆς τῆς Ἑλλάδος εἰς τὴν οἰκουμένην πυρσεύεται Plu.2.182f
: impers., πυρσεύεται fire-signals are made, Luc.Hist.Conscr.62.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρσεύω
См. также в других словарях:
πυρσεύεται — πυρσεύω light up pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρσεύω — ΝΜΑ [πυρσός (Ι)] 1. κάνω σήμα με πυρσούς σε κάποιον που βρίσκεται μακριά 2. βάζω σε κάτι φωτιά, πυρπολώ μσν. αρχ. φωτίζω («τοὺς τρεῑς μεγίστους φωστῆρας... τοὺς τὴν οἰκουμένην ἀκτῑσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας», Μηναί.) αρχ. 1. ανάβω, καίω 2.… … Dictionary of Greek