-
1 πυρσίτης
πυρσίτης, ὁ, = πυρσευτής, Philostr. v. Apoll. 3, 7.
См. также в других словарях:
πυρσίτης — (I) ὁ, Α πυρσευτής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + κατάλ. ίτης (πρβλ. οπλ ίτης)]. (II) ὁ, Α αυτός που έχει κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (II), δωρ. τ. τού πυρρός «ερυθρός» + κατάλ. ίτης (πρβλ. πιτυρ ίτης)] … Dictionary of Greek