-
1 πυρρογένειος
πυρρο-γένειος, ον,A red-bearded, AP7.707 (Diosc.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρρογένειος
См. также в других словарях:
κοιλογένειος — κοιλογένειος, ον (Α) πάπ. αυτός που έχει κοίλωμα, λακάκι στο γύρω από το γένι μέρος, στο πηγούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + γένειος (< γένειον), πρβλ. μακρο γένειος, πυρρο γένειος] … Dictionary of Greek