-
1 πυρρίχη
A war-dance, Ar.Ra. 153, X.An.6.1.12, Pl.Lg. 816b; called from one Πύρριχος the inventor, acc. to Aristox. Fr.Hist.46, Str.10.3.8, 10.4.16; but acc. to Arist.Fr. 519, from its being first used at the funeral of Patroclus (from πυρά); as a prizecontest, CIG 2758 IV ([place name] Aphrodisias), 3089 ([place name] Teos).2 generally, δειναὶ π. strange contortions, E.Andr. 1135: prov., πυρρίχην βλέπειν 'to look daggers', Ar.Av. 1169.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρρίχη
-
2 πυρριχιακός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρριχιακός
-
3 πυρριχίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρριχίζω
-
4 πυρριχιοανάπαιστος
A the foot ?πυρριχιοανάπαιστοςX ?πυρριχιοανάπαιστοςX ?πυρριχιοανάπαιστοςX ?πυρριχιοανάπαιστοςX ¯, Diom. p.481 K.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρριχιοανάπαιστος
-
5 πυρρίχιος
πυρρίχ-ῐος, ὁ,A of or belonging to the πυρρίχη, π. [εἶδος], ὄρχησις, the Pyrrhic dance, Luc.Salt.9, Hld.3.10;π. δρόμος Hdn.4.2.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρρίχιος
-
6 πυρριχισμός
πυρριχ-ισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρριχισμός
-
7 πυρριχιστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρριχιστής
-
8 πυρριχιστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρριχιστικός
-
9 πύρριχος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πύρριχος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Русский