-
1 πυρπαλαμάομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρπαλαμάομαι
-
2 πυρπάλαμος
πυρπᾰλᾰμ-ος, ον,II πυρπαλάμης· πυρπαλάμους ἔλεγον τοὺς διὰ τάχους τι μηχανᾶσθαι δυναμένους, καὶ τοὺς ποικίλους τὸ ἦθος, Hsch., cf. Eust.513.30; πυρπαλάμην· ὁ ταχέως τι ἐπινοῶν καὶ παλαμώμενος ἴσα πυρί, Phot.; cf. foreg.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρπάλαμος
-
3 πύρπνοος
A fire-breathing, , cf. 493; ταῦροι, λέαινα, e.Med.478, El.473 (lyr.);χίμαιρα Anaxil.22.3
, Epin.2.10; π. βέλος, of lightning, A.Pr. 917; βέλεσι πυρπνόου ζάλης, of Etna, ib. 373.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πύρπνοος
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский