-
1 πυρπαλαμος
См. также в других словарях:
πυρπάλαμος — ον, και τ. ουσ. πυρπαλάμης, ὁ, Α 1. ο επιδέξια κατεργασμένος με τη χρήση φωτιάς ή αυτός που εκτινάσσεται σαν φλόγα φωτιάς («πυρπάλαμον βέλος» ο κεραυνός, Πινδ.) 2. (το ουσ.) ὁ πυρπαλάμης (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) (για πρόσ.) α) αυτός που… … Dictionary of Greek
πυρπάλαμον — πυρπάλαμος cunningly wrought from fire masc acc sg πυρπάλαμος cunningly wrought from fire neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρπαλάμη — πυρπάλαμος cunningly wrought from fire fem nom/voc sg (attic epic ionic) πυρπαλαμάω pres imperat act 2nd sg (doric) πυρπαλαμάω pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) πυρπαλαμάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρπαλάμην — πυρπάλαμος cunningly wrought from fire fem acc sg (attic epic ionic) πυρπαλαμάω imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) πυρπαλαμάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρπαλάμης — πυρπάλαμος cunningly wrought from fire fem gen sg (attic epic ionic) πυρπαλαμάω pres ind act 2nd sg πυρπαλαμάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρπαλάμους — πυρπάλαμος cunningly wrought from fire masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek