-
1 πυροσβεστικός
[пирозвэстикос]εκ. пожарный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πυροσβεστικός
-
2 противопожарный
πυροσβεστικός, της πυρόσβεσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > противопожарный
-
3 пожарный
επ.πυροσβεστικός• της πυρκαγιάς•-ая команда πυροσβεστικός λόχος•
пожарный шланг ο πυροσβεστικός υδροσωλήνας (μάνικα)•
пожарный насос πυροσβεστική αντλία•
-ое депо πυροσβεστικός σταθμός•
пожарный дым ο καπνός της πυρκαγιάς;
ουσ. πυροσβέστης.εκφρ.в -ом порядке – βεβιασμένα, εσπευσμένα•на всякий пожарный случай – για κάθε ενδεχόμενο, για ώρα ανάγκης, για καλό και για κακό. -
4 пожарный
пожарный 1. πυροσβεστικός* \пожарныйая машина о πυροσβεστήρας 2. м о πυροσβέστης* * *1.2. мпожа́рная маши́на — ο πυροσβεστήρας
ο πυροσβέστης -
5 багор
το άγκιστρο ανύψωσης, η αρπαγή, το καμάκι, ο γάντζοςпожарный - ο πυροσβεστικός γάντζος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > багор
-
6 ведро
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ведро
-
7 депо
το υπόστεγο, το συνεργείο, η αποθήκηпожарное - ο πυροσβεστικός σταθμός, ο σταθμός πυρόσβεσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > депо
-
8 колонка
η στήλ/ηрулевая - мор. το στήριγμα του πηδαλίου/τιμονιούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > колонка
-
9 кран
1. (трубная арматура) о κρουν/ός, η βρύσηприсоединять - к трубопроводу αρμόζω/συνδέω τον - ό στο δίκτυοпожарный - πυροσβεστικός -, ο υδροδότης2. (механизм для захватывания, подъема и перемещения тяжестей) о γε-ραν/ός, το βαρούλκοколонна - а ο ιστός/το στήριγμα - ούзагрузочный мет. - φόρτωσηςпонтонный - σε φορτηγίδα/ποντόνιстационарный поворотный палубный мор. - μόνιμος περιστρεφόμενος - καταστρώματοςсудовой палубный мор. - του καταστρώματος (πλοίου)3. (рукоятка экстренного торможения) о μοχλός της άμεσης πέδης(ανάγκης)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кран
-
10 оборудование
1. (действие) о εξοπλισμός, η εγκατάσταση 2. (аппаратура) о εξοπλισμ/ός, οι συσκευές, τα μηχανήματα, η εγκατάστασηавтотормозное ж.-д. η εγκατάσταση της αυτόματης πέδηςмонтажное - τα μηχανήματα ανέγερσης/συναρμολόγησης- της παραγωγής, βιομηχανικός -швартовное - мор. τα εξαρτήματα ορμίσεωςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > оборудование
-
11 рожок
1. тех. о κρουνός 2. муз. το κόρνο, το κέρας (μουσικό όργανο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рожок
-
12 щит
1. (управления) о πίνακαςглавный распределительный (ГРЩ) - эл. κύριος - διανομής2. (защитное устройство) το σανί-δωμα 3. геол., ист. η ασπίς, η ασπίδα 4. аст. (созвездие) η Ασπίς (αστερισμός).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > щит
-
13 колокол
ко́лок||олм ἡ καμπάνα, ὁ κώδων:церковный \колокол ἡ καμπάνα τής ἐκκλησίας· пожарный \колокол ὁ πυροσβεστικός κώδων бить в \колокол κωδωνοκρούω, κτυπώ τό κουδούνι, κτυπῶ τήν καμπάνα. -
14 пожарный
пожар||ный1. прил πυροσβεστικός, τῆς πυρκαϊάς:\пожарныйная команда ἡ πυροσβεστική ὑπηρεσία· \пожарныйный насо́с ἡ πυροσβεστική ἀντλία·2. м ὁ πυροσβέστης. -
15 часть
част||ьж1. (доля целого) τό μέρος, τό τμήμσ, τό μερίδιο[ν], τό κομμάτι[ον], ἡ μερίδα [-ίς]:\часть вдания τό μέρος τοῦ κτιρίου· \частьи тела τά μέρη τοῦ σώματος· \частьи машины τά μέρη τής μηχανής· запасные \частьи τά ἀνταλλακτικά· большая \часть τό μεγαλύτερο μέρος· меньшая \часть τό μικρότερο μέρος, τό μικρότερο μερίδιο· составная \часть τό ὁργανικό μέρος· \частьи света οἱ πέντε ήπειροι· \часть публики ἕνα μέρος τοῦ κοινοῦ· роман в трех \частьях τό μυθιστόρημα σέ τρία μέρη· казенная \часть (оружия) τό ούραϊον ὀπλου· выплата \частья́ми πληρωμή σέ δόσεις· по \частья́м σέ δόσεις· рвать на \частьи прям., перен κάνω κομμάτια·2. (отдел) τό τμήμα, ὁ τομέας:санитарная \часть τό τμήμα ὑγειονομικής ὑπηρεσίας· пожарная \часть ὁ πυροσβεστικός σταθμός· учебная \часть τό ἐκπαιδευτικό τμήμα·3. воен. ἡ μονάδα, τό τμήμα:воинская \часть ἡ μονάδα στρατοῦ· пехотные \частьи τά τμήματα πεζικοὔ· танковые \частьи τά τμήματα ἀρμάτων μάχης· передовые \частьи οἱ προφυλακές, τά τμήματα τής πρώτης γραμμής· ◊ материальная \часть ὁ ὁπλισμός· \частьи речи грам. τά μέρη τσῦ λόγου· это не по моей (его) \частьи разг αὐτό δέν εἶναι τής ἀρμοδιότητας μου (του)· по большей \частьи, большей \частьыо ὡς ἐπί τό πλείστον разрываться на \частьи́ γίνομαι χίλια κομμάτια -
16 шланг
шлангм ὁ σωλήνας:резиновый (пожарный) \шланг ὁ ἐλαστικός (πυροσβεστικός) σωλήνας. -
17 депо
ουδ. άκλ.1. πάρκο, σταθμός, χώρος για στάθμευση ή και επισκευή οχημάτων.2. παλ. αποθήκη.εκφρ.пожарное депо – ο πυροσβεστικός σταθμός. -
18 колокол
-а α., πλθ. -ла.1. καμπάνα, κώδωνας•церковный колокол καμπάνα της εκκλησιάς•
-водолазный καταδυτικός κώδωνας•
пожарный -πυροσβεστικός κώδωνας•
набатный колокол κώδωνας κινδύνου ή συναγερμού•
язык -а γλωσσίδι της καμπάνας, ρόπτρο;•
ударить колокол χτυπώ την καμπάνα•
звонит: -α ηχούν οι καμπάνες.
2. πλθ. -а, -ов (μουσ.) κωδωνοστοιχία. -
19 труба
-ы, πλθ. трубы θ.1. σωλήνας•водопроводная труба ο υδροσωλήνας•
газопроводная труба σωλήνας αεριοαγωγός ή φωταερίου•
воздухопроводная труба σωλήνας αεραγωγός ή αερισμού•
медная труба χάλκινος σωλήνας•
стальная труба ατσάλινος σωλήνας•
стеклянная труба γυάλινος σωλήνας•
труба телескопа σωλήνας τηλεσκοπίου.
2. τρομπέτα, σάλπιγγα. || χωνί, χοάνη•труба репродуктора η χοάνη του μεγάφωνου.
3. καπνοδόχος, φουγάρο, καμινάδα.4. (ανατ.) σάλπιγγα•еф-стахиева труба ευσταχιανή σάλπιγγα•
фаллопиева, труба ωαγωγός (ή σάλπιγγα) μήτρας.
5. (κυνηγ.) η ουρά της αλεπούς.6. -ойεπίρ. α) κάθετα, κατακόρυφα, β) χωνοειδώς, σαν χωνί.7. καταστροφή, χαμός, τέλος.εκφρ.аэродинамическая труба – αεροδυναμικός σωλήνας•мостовая труба – ο υδροσωλήνας κάτω από την οδό•нетолченая труба – μεγάλος συνωστισμός, πλήθος αδιαπέραστο•пожарная труба – ο πυροσβεστικός σωλήνας•дело труба – (απλ.) η υπόθεση πάει άσχημα•хвост -ой – τόσκάσε, έφυγε•пустить (выпустить) в -у – α) καταστρέφω κάποιον οικονομικά, κάνω να πτωχεύσει, β) κατασπαταλώ, ανεμοσκορπίζω.
См. также в других словарях:
πυροσβεστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πυροσβέστες 2. φρ. α) «πυροσβεστική τεχνολογία» χαρακτηρισμός τού συνόλου τών τεχνικών μέσων και μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την πρόληψη, την ανίχνευση και την καταστολή πυρκαγιών β)… … Dictionary of Greek
πυροσβεστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυροσβέστη: Πυροσβεστική υπηρεσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυροσβεστείο — το ο πυροσβεστικός σταθμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)