-
1 πυρολογος
-
2 πυρολόγος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρολόγος
-
3 πυρολόγος
πυρο-λόγος, Weizen lesend, sammelnd od. mähend -
4 πυρολόγους
πυρολόγοςreaping wheat: masc /fem acc plπῡρολόγους, πυρολογ/οςmasc /fem acc pl
См. также в других словарях:
πυρολόγος — ον, Α αυτός που μαζεύει, που θερίζει το σιτάρι, θεριστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + λόγος*] … Dictionary of Greek
πυρολόγους — πυρολόγος reaping wheat masc/fem acc pl πῡρολόγους , πυρολογ/ος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
ανθρακολόγος — ο (κ. αθρακολόγος) μακρύ σιδερένιο κοντάρι με το οποίο ανακατεύουν τα κάρβουνα κλιβάνου ή εστίας, πυρολόγος … Dictionary of Greek