-
1 αξυλος
-
2 πυρκαια
или πυρκαιά, ион. πυρκαϊή ἥ1) погребальный костер Hom., Her.2) пожар Her.3) поджог Dem.4) пожарище Diod.5) обгорелое масличное дерево Lys.6) пламя любви, страсть Anth.
См. также в других словарях:
πυρκαιῇ — πυρκαϊῇ , πυρκαιά funeral pyre fem dat sg (epic ionic) πυρκαιός for burnt offerings fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρκαιή — πυρκαϊή , πυρκαιά funeral pyre fem nom/voc sg (epic ionic) πυρκαιός for burnt offerings fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρκαϊά — η, ΝΜΑ, και πυρκαγιά Ν, και πυρκαιά και ιων. τ. πυρκαϊή και πυρκαά Α φωτιά που κατακαίει μεγάλη έκταση, που εκτείνεται σε μεγάλο χώρο («πυρκαγιά τού δάσους») αρχ. 1. ο τόπος τής νεκρικής πυράς 2. εμπρησμός, πυρπόληση 3. υπολείμματα φωτιάς 4. μτφ … Dictionary of Greek