-
1 πυρι-φλεγέθης
πυρι-φλεγέθης, f. L. statt πυριφλεγής, Hippocr.
См. также в других словарях:
πυριφλεγέθης — ες, Α αυτός που παρουσιάζει φλόγωση, πυριφλεγής («πυριφλεγέθης κοιλίη», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + φλεγέθης (< φλεγέθω, ποιητ. τ. τού φλέγω)] … Dictionary of Greek