-
1 πυρι-τρεφής
πυρι-τρεφής, ές, mit, vom, im Feuer genährt, Nonn. D. 2, 484.
-
2 πυριτρεφής
πυρι-τρεφής, ές, mit, vom, im Feuer genährt
См. также в других словарях:
πυριτρεφής — ές, ΜΑ αυτός που τράφηκε στη φωτιά ή από τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + τρεφής (< τρέφος, το < τρέφω), πρβλ. ανεμο τρεφής, υδατο τρεφής] … Dictionary of Greek