-
1 πυρι-σφάραγος
πυρι-σφάραγος, = πυρισμάραγος, als v. l.
-
2 πυρισφάραγος
A v. πυρισμάραγος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρισφάραγος
-
3 πυρισμάραγος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρισμάραγος
См. также в других словарях:
πυρισφάραγος — ον, Α πυρισμάραγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σφάραγος (< σφαραγοῦμαι «τρίζω, θορυβώ»), πρβλ. ανεμο σφάραγος] … Dictionary of Greek