-
1 πυρι-σμάραγος
πυρι-σμάραγος, im oder vom Feuer tosend, krachend, Theocr. syrinx (XV, 21), Πόϑος.
-
2 πυρισμάραγος
πυρι-σμάραγος, im oder vom Feuer tosend, krachend
См. также в других словарях:
πυρισμάραγος — ον, Α αυτός που ηχεί, που παράγει θόρυβο από τη φωτιά που τον καίει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σμάραγος (< σμαραγῶ «ηχώ, κάνω θόρυβο»), πρβλ. αλι σμάραγος, μεγαλο σμάραγος) … Dictionary of Greek