-
1 πυρι-πόλος
πυρι-πόλος, = πυρπόλος, Orph. H. 51, 3.
-
2 πυρίπολος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρίπολος
См. также в других словарях:
κινησίπολος — κινησίπολος, ον (Α) αυτός που κινεί τον ουράνιο θόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινησι (< κινῶ) + πόλος (< πόλος «ουράνιος θόλος»), πρβλ. πυρί πολος, υψί πολος. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
μακρόπολος — μακρόπολος, ον (Α) αυτός που φθάνει μακριά, μακρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + πόλος (< πέλομαι), πρβλ. κινησί πολος, πυρί πολος] … Dictionary of Greek