Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πυρι-πόλος

См. также в других словарях:

  • κινησίπολος — κινησίπολος, ον (Α) αυτός που κινεί τον ουράνιο θόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινησι (< κινῶ) + πόλος (< πόλος «ουράνιος θόλος»), πρβλ. πυρί πολος, υψί πολος. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

  • μακρόπολος — μακρόπολος, ον (Α) αυτός που φθάνει μακριά, μακρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + πόλος (< πέλομαι), πρβλ. κινησί πολος, πυρί πολος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»