-
1 πυρι-πληθής
πυρι-πληθής, ές, voll Feuer, βωμός, Orak. bei Euseb. praep. evang. 4, 9.
-
2 πυριπληθής
πυρι-πληθής, ές, voll Feuer
См. также в других словарях:
πυριπληθής — ές, Α γεμάτος από φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + πληθής (< πλῆθος < πίμπλημι), πρβλ. κοσμο πληθής, οινο πληθής] … Dictionary of Greek