-
1 πυρι-καύτωρ
πυρι-καύτωρ, ορος, ὁ, der mit Feuer brennende, Timon. Phlias. 41.
-
2 πυρικαύτωρ
πυρι-καύτωρ, ορος, ὁ, der mit Feuer brennende
См. также в других словарях:
πυρικαύτωρ — ορος, ὁ, Α αυτός που εκπέμπει φωτιά και καίει («σφαίρης πυρικαύτορα κύκλον», Τίμων Φλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + καύτωρ < θ. καυ τού καίω (πρβλ. καυ τήρ) + επίθημα τωρ] … Dictionary of Greek