-
1 πυρι-βρεμέτης
πυρι-βρεμέτης, ὁ, = πυρίβρομος, Orph. H. 49, wo Herm. ἐριβρεμέταο Ἰάκχου lies't.
См. также в других словарях:
πυριβρεμέτης — ὁ, Α πυριγενέτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + βρεμέτης (< βρέμω «βροντώ, ηχώ δυνατά»), πρβλ. υψι βρεμέτης] … Dictionary of Greek