-
1 πυρι-άλωτος
πυρι-άλωτος, mit Feuer verheert, Philostr. imagg. 2, 17, von Jacobs ib. p. 498 vertheidigt.
-
2 πυριάλωτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυριάλωτος
-
3 πυριάλωτος
См. также в других словарях:
πυριάλωτος — ον, Α (για θαλασσινά πουλιά) αυτός που συλλαμβάνεται ή αφανίζεται από τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + άλωτος (< ἁλίσκομαι), πρβλ. δόρυ άλωτος] … Dictionary of Greek