Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

πυρετο-φόρος

См. также в других словарях:

  • κυκλοφορώ — (Α κυκλοφοροῡμαι, έομαι και κυκλοφορῶ, έω) κινούμαι κυκλικά, περιστρέφομαι, περιφέρομαι, κινούμαι νεοελλ. 1. θέτω κάτι σε κυκλοφορία ή τίθεμαι σε κυκλοφορία, σε χρήση, σε συναλλαγή, διακινώ ή διακινούμαι (α. «κατηγορήθηκε γιατί κυκλοφόρησε… …   Dictionary of Greek

  • πυρετοφόρος — ον, Α αυτός που προξενεί πυρετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρετός + φόρος (< φέρω), πρβλ. θανατη φόρος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»