-
1 περί-οδος [2]
περί-οδος, ἡ, der Umgang, Umlauf, Kreislauf, z. B. der Zeit; πάσαις ἐτέων περόδοις, Pind. N. 11, 40, wie Böckh für die vulg. περιόδοις geschrieben hat; u. so oft Plat., ἄστρων, χρόνου u. dgl., Phaed. 107 e Tim. 47 a Legg. VII, 817 e u. sonst; auch πυρετοῠ, Dem. 9, 29; οἱ ἐκ π. πυρετοί, Wechselfieber, Luc. Philops. 9; auch ἐκ περιόδου γραμματέα κοινὸν προεχειρίζοντο αἱ πόλεις, abwechselnd, Pol. 2, 43, 1, vgl. 6, 20, 7; περίοδος λόγων, ein reihumgehendes Gespräch, wenn in der Gesellschaft Einer nach dem Andern spricht, so wie ihn die Reihe trifft, Xen. Conv. 4, 64. – Besonders hießen περίοδος die vier großen öffentlichen Kampfspiele, die Olympischen, Pythischen, Nemeischen u. Isthmischen; daher heißt ὁ τὴν περίοδον νενικηκώς oder ὁ περιοδονίκης der in allen vier Kampfspielen, den ganzen Kreis herum gesiegt hat. – Γῆς, Ar. Nubb. 207, eine Tafel, die den Umfang der Erde, ein Bild der Erde in Umrissen enthält, eine Art Landcharte; vgl. Her. 5, 49; aber 4, 36, ὁρέων γῆς πε-ριόδους γράψαντας πολλούς, eine Beschreibung der Länder, welche Einer umreis't hat; vgl. Arist. pol. 2, 3. – Umkreis, Umfang, τείχεος, λίμνης, Her. 1, 163. 185; Xen. An. 3, 4, 7. – Der Weg, Gang um Etwas herum, Her. 7, 219. 223. 229; auch von Speisen, wie wir »Gang« sagen, περίοδον πρώτην περιφέρειν, Xen. Cyr. 2, 2, 2, den ersten Gang auftragen u. herumgeben. – Das Herumgehen, ἰατρικαί, Luc. Gall. 23; Ael. H. A. 16, 15. – Bei den Aerzten = die regelmäßige Wiederkehr der Lebensweise, regelmäßige Lebensordnung od. Diät, vgl. Luc. Nigr. 23, Medic. oft. – In der Rhetorik die Periode, der abgerundete Redesatz, Arist. rhet. 3, 9 u. Folgde.
-
2 πεμφιδ-ώδης
πεμφιδ-ώδης, ες, = Vorigem, Hesych. πυρετοί, der es φλυκταινώδεις erkl.
-
3 βληχρός
βληχρός (vgl. βλάξ u. ἀβληχρός), schwach, πυρετοί Hippocr. auch = schleichend; vgl. Plut. Pericl. 38; νυκτὸς ποταμοί, sanft hinfließend, Pind. frg. 95; ἄνεμοι Alcaeus bei Schol. Il. 8, 178; Nic. Th. 446; πέλαγος Ap. Rh. 4, 152; ὄνειαρ ὕπνου Qu. Sm. 2, 181. Nach Suid. auch τὸ ἰσχυρόν, wie man Ap. Rh. 4, 621 erklärt: auch in späterer Prosa, ὑετοί Plut. Sertor. 8.
-
4 περίοδος
περί-οδος, ὁ, der die Wachen Umgehende, Visitierende--------------------------------περί-οδος, ἡ, der Umgang, Umlauf, Kreislauf, z. B. der Zeit; οἱ ἐκ π. πυρετοί, Wechselfieber; περίοδος λόγων, ein reihumgehendes Gespräch, wenn in der Gesellschaft einer nach dem anderen spricht, so wie ihn die Reihe trifft. Besonders hießen περίοδος die vier großen öffentlichen Kampfspiele, die Olympischen, Pythischen, Nemeischen u. Isthmischen; daher heißt ὁ τὴν περίοδον νενικηκώς oder ὁ περιοδονίκης der in allen vier Kampfspielen, den ganzen Kreis herum gesiegt hat. Γῆς, eine Tafel, die den Umfang der Erde, ein Bild der Erde in Umrissen enthält, eine Art Landkarte; ὁρέων γῆς πε-ριόδους γράψαντας πολλούς, eine Beschreibung der Länder, welche einer umreist hat; Umkreis, Umfang. Der Weg, Gang um etwas herum; auch von Speisen, wie wir 'Gang' sagen; περίοδον πρώτην περιφέρειν, den ersten Gang auftragen u. herumgeben. Das Herumgehen. Bei den Ärzten = die regelmäßige Wiederkehr der Lebensweise, regelmäßige Lebensordnung od. Diät. In der Rhetorik die Periode, der abgerundete Redesatz
См. также в других словарях:
Πυρετοί — Πυρετός burning heat masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρετοί — πυρετός burning heat masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρετός — Κάθε σταθερή ανύψωση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια. Όταν η θερμοκρασία, που λαμβάνεται στη μασχάλη, ξεπερνά τους 37°C θεωρείται π.· όπως είναι γνωστό, η θερμοκρασία του στόματος είναι κατά μερικά δέκατα υψηλότερη από… … Dictionary of Greek
πλάνης — ητος, ο, η, ΝΑ, και πλάνητας, ο, Ν (ως ουσ. και ως επίθ.) 1. αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί, που δεν έχει μόνιμο τόπο διαμονής, ο περιπλανώμενος (α. «εις τον πλάνητα δρόμον», Παπαδ. β. «οἵ φέρονται πλάνητες ἐπ οἶδμα πόλεις τε βαρβάρους… … Dictionary of Greek
πλανήτης — (Αστρον.). Ουράνιο σώμα ετερόφωτο, που στρέφεται γύρω από τον Ήλιο. Εξαιτίας της κίνησης αυτής, οι π. φαίνονται να μετακινούνται στην ουράνια σφαίρα, σε αντίθεση προς τους άλλους αστέρες, τους απλανείς, που φαίνονται ακίνητοι στον ουράνιο θόλο… … Dictionary of Greek
ακίνδυνος — Όνομα μαρτύρων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους συναθλητές του αγίου Βίκτορα με τον οποίο συνεορτάζει στις 20 Απριλίου. 2. Συναθλητής του αγίου Αγαθονίκου και των «συν αύτω». Συνεορτάζουν στις 22 Αυγούστου. 3. Καταγόταν από την… … Dictionary of Greek
ελογενής — ες και ελειογενής, ές αυτός που γίνεται ή αναπτύσσεται σε έλη («ελογενείς πυρετοί») … Dictionary of Greek
επίχολος — ἐπίχολος, ον (Α) 1. (για πυρετό) εκείνος που συνοδεύεται από έκκριση χολής («πυρετοὶ ἐπίχολοι», Ιπποκρ.) 2. ευερέθιστος, οργίλος 3. αυτός που παράγει χολή («τοῑσι δὲ κτήνεσι ἡ ποίη... ἐπιχολωτάτη», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
εφελκούμαι — ἐφελκοῡμαι, όομαι (Α) εκδηλώνομαι, ξεσπώ σε πληγή, σε έλκος, γίνομαι ελκώδης («οἱ πυρετοί, ἐν οἷσιν ἐφελκοῡται χείλεα», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑλκοῡμαι (< ἕλκος)] … Dictionary of Greek
κοπώδης — κοπώδης, ες (Α) [κόπος] 1. αυτός που προξενεί κόπο, κοπιαστικός, επίπονος 2. (με γεν.) αυτός που προξενεί πόνο σε κάτι («κοπώδης υποχοδρίων», Ιπποκρ.) 3. μτφ. ενοχλητικός, φορτικός, βαρύς («πυρετοὶ κοπώδεις» Ιπποκρ.) 4. (με παθ. σημ.)… … Dictionary of Greek
λυγγώδης — λυγγώδης, ῶδες (Α) [λυγξ (II)] αυτός που συνοδεύεται από λόξυγγα («λυγγώδεις πυρετοί», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek