Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πυρετοί

См. также в других словарях:

  • Πυρετοί — Πυρετός burning heat masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρετοί — πυρετός burning heat masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρετός — Κάθε σταθερή ανύψωση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια. Όταν η θερμοκρασία, που λαμβάνεται στη μασχάλη, ξεπερνά τους 37°C θεωρείται π.· όπως είναι γνωστό, η θερμοκρασία του στόματος είναι κατά μερικά δέκατα υψηλότερη από… …   Dictionary of Greek

  • πλάνης — ητος, ο, η, ΝΑ, και πλάνητας, ο, Ν (ως ουσ. και ως επίθ.) 1. αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί, που δεν έχει μόνιμο τόπο διαμονής, ο περιπλανώμενος (α. «εις τον πλάνητα δρόμον», Παπαδ. β. «οἵ φέρονται πλάνητες ἐπ οἶδμα πόλεις τε βαρβάρους… …   Dictionary of Greek

  • πλανήτης — (Αστρον.). Ουράνιο σώμα ετερόφωτο, που στρέφεται γύρω από τον Ήλιο. Εξαιτίας της κίνησης αυτής, οι π. φαίνονται να μετακινούνται στην ουράνια σφαίρα, σε αντίθεση προς τους άλλους αστέρες, τους απλανείς, που φαίνονται ακίνητοι στον ουράνιο θόλο… …   Dictionary of Greek

  • ακίνδυνος — Όνομα μαρτύρων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους συναθλητές του αγίου Βίκτορα με τον οποίο συνεορτάζει στις 20 Απριλίου. 2. Συναθλητής του αγίου Αγαθονίκου και των «συν αύτω». Συνεορτάζουν στις 22 Αυγούστου. 3. Καταγόταν από την… …   Dictionary of Greek

  • ελογενής — ες και ελειογενής, ές αυτός που γίνεται ή αναπτύσσεται σε έλη («ελογενείς πυρετοί») …   Dictionary of Greek

  • επίχολος — ἐπίχολος, ον (Α) 1. (για πυρετό) εκείνος που συνοδεύεται από έκκριση χολής («πυρετοὶ ἐπίχολοι», Ιπποκρ.) 2. ευερέθιστος, οργίλος 3. αυτός που παράγει χολή («τοῑσι δὲ κτήνεσι ἡ ποίη... ἐπιχολωτάτη», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • εφελκούμαι — ἐφελκοῡμαι, όομαι (Α) εκδηλώνομαι, ξεσπώ σε πληγή, σε έλκος, γίνομαι ελκώδης («οἱ πυρετοί, ἐν οἷσιν ἐφελκοῡται χείλεα», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑλκοῡμαι (< ἕλκος)] …   Dictionary of Greek

  • κοπώδης — κοπώδης, ες (Α) [κόπος] 1. αυτός που προξενεί κόπο, κοπιαστικός, επίπονος 2. (με γεν.) αυτός που προξενεί πόνο σε κάτι («κοπώδης υποχοδρίων», Ιπποκρ.) 3. μτφ. ενοχλητικός, φορτικός, βαρύς («πυρετοὶ κοπώδεις» Ιπποκρ.) 4. (με παθ. σημ.)… …   Dictionary of Greek

  • λυγγώδης — λυγγώδης, ῶδες (Α) [λυγξ (II)] αυτός που συνοδεύεται από λόξυγγα («λυγγώδεις πυρετοί», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»