-
1 πυργωδης
-
2 πυργώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυργώδης
-
3 πυργώδους
πυργώδηςtowering: masc /fem /neut gen sg (attic epic doric) -
4 πλαξ
πλᾰκός ἥ1) плоскость, равнина(ἠπείρου π. Aesch.)
πλάκες ὀρέων Eur. — нагорья;πόντου π. Pind. — поверхность моря;αἰθερία π. Eur. — воздушные пространства;νεκρῶν π. Soph. и πλάκες Aesch. — равнина мертвецов, т.е. подземное царство2) плита(λίθων πλάκες Luc.; ὑπὸ πλακὴ τετάφθαι Anth.)
3) верхняя площадкаπυργώδης π. Soph. — вершина башни;
π. Σουνίου Soph. — вершина Сунийского мыса4) анат. (гладкая) пластинка, щиток Arst.5) лепешка(κοπτῆς πλάκες Anth.)
6) скрижальαἱ πλάκες τῆς διαθήκης NT. — скрижали завета
См. также в других словарях:
πυργώδης — ες / πυργώδης, ῶδες, ΝΑ [πύργος] όμοιος με πύργο, πυργοειδής … Dictionary of Greek
πυργώδους — πυργώδης towering masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… … Dictionary of Greek
pyrgoidal — pyrˈgoidal, a. rare 0. [f. Gr. πυργο ειδής, πυργώδης tower like (f. πύργος tower: see oid) + al1.] Tower shaped; consisting of a prism having a pyramid of corresponding base on one of its ends. (Cf. pyramidated.) in Cent. Dict … Useful english dictionary