Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πυργώδης

См. также в других словарях:

  • πυργώδης — ες / πυργώδης, ῶδες, ΝΑ [πύργος] όμοιος με πύργο, πυργοειδής …   Dictionary of Greek

  • πυργώδους — πυργώδης towering masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… …   Dictionary of Greek

  • pyrgoidal — pyrˈgoidal, a. rare 0. [f. Gr. πυργο ειδής, πυργώδης tower like (f. πύργος tower: see oid) + al1.] Tower shaped; consisting of a prism having a pyramid of corresponding base on one of its ends. (Cf. pyramidated.) in Cent. Dict …   Useful english dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»