-
1 πυργομαχείν
-
2 πυργομαχεῖν
-
3 ιππομαχεω
1) сражаться в конном строю, вести конный бой(οἱ ἱππῆς ἱππομάχησαν Thuc.; ἱ. πρὸς ὁπλιτας Xen.; κράτιστοι ὄντες ἱ. Plut.)
2) сражаться против конницы(ἅμα ἱ. τε καὴ φαλαγγομαχεῖν καὴ πυργομαχεῖν Xen.)
См. также в других словарях:
πυργομαχεῖν — πυργομαχέω assault a tower pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλαγγομαχώ — έω, Α 1. μάχομαι μαζί με άλλους σε φάλαγγα 2. (γενικά) μάχομαι στις τάξεις τού στρατού («πῶς ἄμα δυνήσεται ἱππομαχεῑν τε καὶ φαλαγγομαχεῑν καὶ πυργομαχεῑν;», Ξεν). [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, αγγος + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ μαχῶ) … Dictionary of Greek