Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πυργομαχεῖν

См. также в других словарях:

  • πυργομαχεῖν — πυργομαχέω assault a tower pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαγγομαχώ — έω, Α 1. μάχομαι μαζί με άλλους σε φάλαγγα 2. (γενικά) μάχομαι στις τάξεις τού στρατού («πῶς ἄμα δυνήσεται ἱππομαχεῑν τε καὶ φαλαγγομαχεῑν καὶ πυργομαχεῑν;», Ξεν). [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, αγγος + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ μαχῶ) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»