-
1 πυραύστρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυραύστρα
-
2 πύραστρον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πύραστρον
-
3 αὔω 2
αὔω 2.Grammatical information: v.Meaning: `get a light, light a fire' (ε 490). On the meaning Borthwick, Class. Quart. 63 (1969) 296.Compounds: ἐν-αύω `kindle' (Hdt.); - ἐξ-αῦσαι ἐξελεῖν (H., Pl. Com.) mit ἐξαυστήρ `fire-tong, κρεάγρα' (A.); - κατ-αῦσαι καταντλῆσαι (cod. καταυλῆσαι), καταδῦσαι H.; also καθαῦσαι ἀφανίσαι H.. - Further πυραύστης m. `moth that gets singed in the candle' (A.), πυραύστρα f. `pair of fire-tongs', πύραυστρον n. `id.' (Herod., cod. πύραστρον), all from πῦρ αὔειν. - Also with analogical loss of σ, γοιν-αῦτις οἰνοχόη H.Etymology: The connection with fire seems secondary. Then αὔω may be from *αὔσω or *αὔσι̯ω, to ONo. ausa and Lat. hauriō (with secondary h-); the form would have pilosis. S. Schulze, Kl. Schr. 191 - S. also ἀφύσσω.Page in Frisk: 1,193Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αὔω 2
См. также в других словарях:
πυραύστρα — ἡ, Α πυράγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + αὔω «ανάβω φωτιά» (πρβλ. πυρ αύσ της) + επίθημα τρα. Η λ. απαντά και στην Μυκηναϊκή με τη μορφή pyrautoro «μικρές λαβίδες, πυράγρες», τ. τού δυϊκού αριθμού, ο οποίος μπορεί να είναι είτε θηλ. (πυραύστρα) είτε ουδ … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek