Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

πυραμοῠς

См. также в других словарях:

  • πυραμούς — οῡντος, ὁ, Α 1. είδος πίτας από ψημένο σιτάρι και μέλι 2. (με ειδική σημ.) πίτα με σύσταση παρόμοια με την παραπάνω που προσφερόταν σε εκείνον ο οποίος παρέμενε άγρυπνος κατά τη διάρκεια παννυχίδας 3. άθλο νίκης, βραβείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πυραμοῦς… …   Dictionary of Greek

  • πυραμοῦς — πῡραμοῦς , πυραμοῦς cake of roasted wheat and honey masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • VICTORIA — I. VICTORIA Ptol. urbs Mauritaniae Caesariensis mediterranea. Nunc Moascar, Sansoni, etiamnum satis ampla. II. VICTORIA urbs Alavae provinc. in Hispania Tarraconens. primaria ubi alias vicus Gasteys, ad radices montis S. Adriani, prope Biscaiam,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • BIBENDI ritus — apud Romanos hic fuit: Inomni convivio, cum paulo hilarius seinvitare vellent, hunc observavêre morem, ut a summo biberent ad imum: item ut Divo alicui libatent, hoc est, ex patera leviter vini aliquid defunderent, vel in mensam, vel in terram… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PYRAMUS — I. PYRAMUS Graece πυραμοῦς, placentae genus, victoribus olim dari solitum, Artemidorus, l. 1. c. 74. Non tamen omnibus, sed tantum iis, qui in potatoria palaestrâ reliquos in somniâ vicissent. Aristophanis Scholia Equitibus, ὁ διαγρυπνήσας μέχρι… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πυραμίδα — I Μνημειακή κατασκευή, που έχει σχήμα όμοιο με το ομώνυμο γεωμετρικό στερεό και που στην αρχαία Αίγυπτο χρησίμευε ως τάφος, αρχικά μόνο των ηγεμόνων, αλλά αργότερα και ιδιωτών. Άρχισε να χρησιμοποιείται ιδίως από την 3η έως τη 18η δυναστεία (2650 …   Dictionary of Greek

  • πυραμός — Ο ήρωας μύθου της Βαβυλώνας, που διηγείται ο Οβίδιος στις Μεταμορφώσεις του: Δυο ερωτευμένοι, που οι γονείς τους δεν τους επέτρεπαν να παντρευτούν, αντάλλαζαν τους ερωτικούς όρκους τους από μια τρύπα που υπήρχε στον τοίχο που χώριζε τα δυο σπίτια …   Dictionary of Greek

  • πυραμοῦντα — πῡραμοῦντα , πυραμοῦς cake of roasted wheat and honey masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυραμοῦντας — πῡραμοῦντας , πυραμοῦς cake of roasted wheat and honey masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυραμοῦντες — πῡραμοῦντες , πυραμοῦς cake of roasted wheat and honey masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυραμοῦντος — πῡραμοῦντος , πυραμοῦς cake of roasted wheat and honey masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»