-
1 πυρί-τροχος
πυρί-τροχος, feurig laufend, ὁλκὸς ἀστερόεις, Nonn. D. 14, 402.
-
2 πυρίτροχος
πῠρί-τροχος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρίτροχος
-
3 πυρίτροχος
См. также в других словарях:
σιδηρότροχος — ον, Α αυτός που έχει σιδερένιους τροχούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + τροχος (< τροχός), πρβλ. πυρί τροχος) … Dictionary of Greek
πυρίτροχος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) μτφ. αυτός που τρέχει ορμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + τροχος (< τροχός < τρέχω), πρβλ. σιδηρό τροχος] … Dictionary of Greek