-
1 πυρί-μορφος
πυρί-μορφος, von der Gestalt des Feuers, Sp.
-
2 πυρίμορφος
См. также в других словарях:
πυρίμορφος — ον, Μ αυτός που έχει τη μορφή φωτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + μορφος (< μορφή), πρβλ. ηλιό μορφος, θηριό μορφος) … Dictionary of Greek