-
1 πυρί-κμητος
πυρί-κμητος, am od. im Feuer gearbeitet; λέβης, Callim. Del. 145; auch χρώς, verbrannt, Nic. Th. 241.
-
2 πυρίκμητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρίκμητος
-
3 πυρίκμητος
πυρί-κμητος, am od. im Feuer gearbeitet; χρώς, verbrannt
См. также в других словарях:
ακάμας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της Φαίδρας. Σύμφωνα με μύθους μεταγενέστερους του Ομήρου, έλαβε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας και ήταν ένας από τους πρεσβευτές των Ελλήνων που στάλθηκαν να ζητήσουν την Ωραία Ελένη… … Dictionary of Greek
πυρίκμητος — ον, Α 1. ο κατεργασμένος στη φωτιά, αυτός που έχει υποστεί κατεργασία με τη χρήση φωτιάς 2. ο παρασκευασμένος στη φωτιά ή ο κομμένος στη φωτιά, πυρίκαυστος («πυρίκμητος χρώς», Νίκ. Θηρ.) 3. (για έδεσμα) μαγειρεμένος στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι… … Dictionary of Greek