-
1 πυρισπόρος
II proparox. πυρίσπορος, ον, gendered in fire, Orph.H.45.1, Opp.C.4.304.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρισπόρος
-
2 πυρισπόρος
πυρι-σπόρος, Feuer säend; πυρίσπορος, im Feuer gesäet, geboren -
3 πυρισπόρον
πυρισπόροςgendered in fire: masc /fem acc sgπυρισπόροςgendered in fire: neut nom /voc /acc sg -
4 πυρισπόρε
πυρισπόροςgendered in fire: masc /fem voc sg -
5 πυρι-σπόρος
πυρι-σπόρος, Feuer säend,? – πυρίσπορος, im Feuer gesäet, geboren, Opp. Cyn. 4, 304 Orph. Hymn. 44, 1. 51, 2.
См. также в других словарях:
πυρίσπορος — και πυρόσπορος, ον, Α (κυρίως ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που γεννήθηκε από τη φωτιά ή μέσα στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι / πύρο (βλ. λ. πυρ) + σπόρος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. σιτόσπορος) … Dictionary of Greek
πυρισπόρος — ον, Α πυρίσπαρτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σπόρος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. φυτοσπόρος. Η παροξυτονία προσδίδει στη λ. ενεργητική σημασία] … Dictionary of Greek
πυρισπόρον — πυρισπόρος gendered in fire masc/fem acc sg πυρισπόρος gendered in fire neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρισπόρε — πυρισπόρος gendered in fire masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek
πυρόσπορος — ον, Α βλ. πυρίσπορος … Dictionary of Greek