-
1 πυρίκαυστος
πυρί-καυστος, mit Feuer gebrannt, angebrannt u. gehärtet -
2 πυρι-κᾱής
-
3 πυρί-καυτος
πυρί-καυτος, = πυρίκαυστος; Luc. Asin. 6; Nonn. D. 10, 74, oft; auch νοσήματα, Plat. Tim. 85 c.
-
4 σκῶλος
σκῶλος, ὁ, wie σκόλοψ, ein Spitzpfahl, πυρίκαυστος, Il. 13, 564. Auch Dorn, Stachel, Ar. Lys. 810.
См. также в других словарях:
πυρίκαυστος — burnt in fire masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίκαυστος — η, ο / πυρίκαυστος, ον, ΝΜΑ, και πυρίκαυτος, ον, Α 1. αυτός που, έχει καεί στη φωτιά 2. αυτός που προξενείται από τη φωτιά («φλυκταινίδες ὥσπερ πυρίκαυστοι», Ιπποκρ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το πυρίκαυστο έμπλαστρο ή αλοιφή για καμμένο τμήμα τού… … Dictionary of Greek
πυρίκαυστος — η, ο αυτός που κάηκε από φωτιά: Πυρίκαυστη ζώνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυρίκαυστον — πυρίκαυστος burnt in fire masc/fem acc sg πυρίκαυστος burnt in fire neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρικαύστοις — πυρίκαυστος burnt in fire masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρικαύστου — πυρίκαυστος burnt in fire masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρικαύστους — πυρίκαυστος burnt in fire masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρικαύστων — πυρίκαυστος burnt in fire masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίκαυστα — πυρίκαυστος burnt in fire neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίκαυστε — πυρίκαυστος burnt in fire masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίκαυστοι — πυρίκαυστος burnt in fire masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)