-
1 πυριγονος
-
2 πυριγόνος
πῠρῐ-γόνος, ον,II proparox. πυρίγονος, ον, [voice] Pass., fire-engendered, Ael.NA2.2; τὰ π. Ph.1.263, 2.500.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυριγόνος
-
3 πυριγόνος
πυρι-γόνος, Feuer erzeugend; πυρίγονος, vom, im Feuer erzeugt -
4 πυριγόνον
πυριγόνοςproducing fire: masc /fem acc sgπυριγόνοςproducing fire: neut nom /voc /acc sg -
5 πυριγόνου
πυριγόνοςproducing fire: masc /fem /neut gen sg -
6 πυριγόνους
πυριγόνοςproducing fire: masc /fem acc pl -
7 πυρι-γόνος
πυρι-γόνος, Feuer erzeugend, γῆς φύσιν πυριγόνον ἐχούσης, Plut. Alex. 35; u. mit verändertem Accent, πυρίγονος, vom, im Feuer erzeugt.
См. также в других словарях:
πυρίγονος — ον, Α αυτός που γεννήθηκε ή παράχθηκε από τη φωτιά ή μέσα στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασσί γονος, ορεσσί γονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημασία] … Dictionary of Greek
πυριγόνος — και πυρογόνος, ον, Α αυτός που γεννά, που παράγει φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι / πυρο (βλ. λ. πυρ) + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. δακρυο γόνος, παιδο γόνος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημασία] … Dictionary of Greek
πυριγόνον — πυριγόνος producing fire masc/fem acc sg πυριγόνος producing fire neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριγόνου — πυριγόνος producing fire masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριγόνους — πυριγόνος producing fire masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek
πυρογόνος — ον, Α βλ. πυριγόνος … Dictionary of Greek
Ιατρίδη, Ιουλία — (Αθήνα 1919 – 1996). Μουσικός και λογοτέχνης. Σπούδασε ισπανική φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Βαρκελόνης και βιολί στο Ωδείο Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως καθηγήτρια βιολιού και ως καθηγήτρια της ισπανικής γλώσσας στο διδασκαλείο ξένων γλωσσών του… … Dictionary of Greek