Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πυρήϊον

См. также в других словарях:

  • πυρήϊον — τὸ, Α ιων. τ. βλ. πυρείο …   Dictionary of Greek

  • πυρείο — το / πυρεῑον, ΝΜΑ, και ιων. τ. πυρήϊον Α νεοελλ. τεχνολ. μικρό και λεπτό κομμάτι από ξύλο ή χαρτόνι, στο ένα άκρο τού οποίου υπάρχει κεφαλή από εύφλεκτο υλικό που μπορεί να αναφλεγεί με τριβή σε κατάλληλη επιφάνεια, κν. σπίρτο μσν. αρχ. 1. (στον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»