-
1 πυρήνας
[пиринас] ουσ. а. (με-Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πυρήνας
-
2 зерно
-а, πλθ. зёрна, зёрн, -рнаουδ.1. κόκκος, σπόρος φυτών, σπέρμα, σπυρί•горчичное зерно σινάπι, σιναπόσπορος•
конопляное зерно κανναβόσπορος•
крупные, мелкие -а μεγάλοι, μικροί κόκκοι•
кофе в -ах καφές άτριφτος•
хлеба ни -а ούτε σπυρί σιτάρι.
2. αθρσ. γέννημα, τα δημητριακά•хлеб в - σιτάρι σε κόκκους ή σπυρί-σιτάρι•
семенное зерно σπόρος σιτοειδής.
3. μόριο, τρίμμα•жемчужные –а κόκκοι μαργαριταριού.
|| μτφ. ελάχιστη δόση, μόριο, σπυρί•ни -а морали нет ούτε κόκκος ήθους δεν υπάρχει.
4. μτφ. βασική αρχή (αφετηρία), πυρήνας•зерно теории πυρήνας της θεωρίας•
рациональное зерно λογικός πυρήνας•
поэтическое зерно ποιητικός πυρήνας.
-
3 ядро
-а, πλθ. ядра, ядер, ядрам ουδ.1. ο πυρήνας, το κουκούτσι•ядро маслины κουκούτσι ελιάς, ο ελαιοπυρήνας.
2. το εσωτερικό μέρος•ядро древесины η εντεριώνη (δέντρου)•
ореха η ψίχα του καρυδιού•
ядро атома ο πυρήνας του ατόμου.
|| (βιολ.) το κύτταρο.3. μτφ. βάση, βάθρο•ядро разведывательного отряда ο πυρήνας του ανιχνευτικού τμήματος•
ядро партийной организации ο πυρήνας της κομματικής οργάνωσης.
|| μτφ. το βασικό, το κύριο,η ουσία•ядро вопроса η ουσία του ζητήματος•
-дела η ουσία της υπόθεσης.
4. παλ. σφαιροειδές βλήμα πυροβόλου, σφαίρα.5. (αθλτ.) η σφαίρα•соревнования по толканию -а αγώνες σφαιροβολίας.
-
4 радионуклид
ο ραδιενεργός πυρήναςο πυρήνας του ραδιενεργού ισοτόπουτο ραδιονουκλίδιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > радионуклид
-
5 сердцевина
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сердцевина
-
6 зерно
-
7 ядро
ядро с 1) ο πυρήνας; το κουκούτσι (плодов ) 2) спорт, η σφαίρα; толкание \ядроа η σφαιροβολία* * *с1) ο πυρήνας; το κουκούτσι ( плодов)2) спорт. η σφαίραтолка́ние ядра́ — η σφαιροβολία
-
8 ядро
ядр||ос1. прям., перен ὁ πυρἡν(ας)/ τό κουκούτσι (тк. плода):\ядро ореха ἡ ψύχα τοῦ καρυδιοῦ· атомное \ядро физ. ὁ πυρήνας τοῦ ἀτόμου· \ядро организации ὁ πυρήνας τής ὁργάνωσης·2. спорт. ἡ σφαίρα:толкание \ядроа ἡ σφαιροβολία·3. (пушечное) уст. τό βλήμα. -
9 сердечник
-а α.1. πυρήνας, το εσωτερικό-- пули το εσωτερικό της σφαίρας (βολίδας).2. πυρήνας ηλεκτρομαγνητικός.-а α.1. καρδιοπαθής, καρδιακός.2. γιατρός καρδιολόγος. -
10 ячейка
-и θ.1. κοιλότητα• κελλί•сотовая ячейка το κελλί της κηρήθρας•
ячейка зуба φατνίο του δοντιού.
2. πυρήνας οργάνωσης•партийная ячейка ο κομματικός πυρήνας.
3. (στρατ.)• μεμονωνονο χαράκωμα. -
11 дейтерон
το δευτερόνιο, ο πυρήνας του ισοτόπου του υδρογόνου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дейтерон
-
12 зародыш
1. тех. о πυρήνας 2. биол. το έμβρυο, корешок - а растения бот. το ριζίδιο, почечка - а растения бот. το βλαστίδιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зародыш
-
13 зерно
1. (плод хлебных злаков) о κόκκος, о σπόρος 2. (злаковых сельскохозяйственных растений) τα σπαρτά, τα δημητριακάфуражное - см кормовое -3. (элемент структуры вещества) о πυρήνας, о κόκκος 4. мет. о κόκκος, ο κρυ-σταλλίτης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зерно
-
14 керн
1. горн. (образец горной породы) το δείγμα (ορυκτού) 2. (мет.-об.) (точка, получаемая при разметке заготовки кернером) το σημείο, η κέρνα (ξεν.) 3. (измерительного прибора) о αξονίσκος της έδρασης (του εργαλείου μέτρησης) 4. эл. о πυρήναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > керн
-
15 косточка
1. (плода) о πυρήνας, разг. το κουκούτσι 2. (на счётах) η χάντρα 3. (маленькая кость) το κοκκαλάκι 4. (слуховые косточки) мед. τα ωστικά οστάρια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > косточка
-
16 образец
1. (часть массы, представляющая свойства целого) το δείγμα- для испытаний надрезанный (для испытания на ударную вязкости) - με χαρακιά (δοκιμασίας σε κρούση)2. (экзем-пляр, представляющий класс предметов) το δείγμα, το πρότυποРусско-греческий словарь научных и технических терминов > образец
-
17 рема
(лингв., литер.) о πυρήνας (του θέματος, της εισήγησης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рема
-
18 сердечник
ο πυρήναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сердечник
-
19 стержень
тех. το στέλεχοςη ράβδοςη βέργα (ξεν.)ο μοχλόςтяговый - η ράβδος ελκυσμού/ρημούλκησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стержень
-
20 ядро
1. биол. о πυρήνας του κυττάρου 2. физ. о πυρήν/ας 3. вчт. о πηγαίος κώδικας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ядро
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πυρήνας — Δομικό συστατικό, που σε κάθε κύτταρο, ζωικό ή φυτικό, διαδραματίζει βασικό ρόλο στη σύνθεση των ειδικών πρωτεϊνών και στις διεργασίες αναπαραγωγής. Συνήθως πρόκειται για ένα σφαιρικό στοιχείο που, οροθετούμενο από μια δική του μεμβράνη,… … Dictionary of Greek
πυρήνας — ο 1. το σκληρό σπέρμα των καρπών, αλλ. κουκούτσι. 2. οργανίδιο μέσα στο πρωτόπλασμα του κυττάρου. 3. το κέντρο ουράνιου σώματος: Ο πυρήνας της Γης. 4. το κέντρο του ατόμου της ύλης. 5. μτφ., η ηγεσία μιας κίνησης, μιας δραστηριότητας ατόμων: Ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυρῆνας — πυρήν stone masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυρήνας — Πυρήνᾱς , Πυρήνη fem acc pl Πυρήνᾱς , Πυρήνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρήνας ατομικός — Στη φυσική, το κεντρικό, εξαιρετικά συμπαγές και θετικά φορτισμένο μέρος του ατόμου. Γύρω από τον πυρήνα κινούνται τα ηλεκτρόνια φορτισμένα αρνητικά. Οι διαστάσεις των πυρήνων είναι της τάξης μεγέθους 10 13 ÷10 12 εκ. (κλάσμα ίσο με ένα… … Dictionary of Greek
κομήτης — Ιδιόμορφο αστρικό σώμα, νεφελώδους σύστασης και απροσδιόριστων διαστάσεων. Οι κ. εμφανίζονται στον ουρανό ως λαμπροί αστέρες, ακολουθούμενοι από μια πολύ μακριά φωτεινή προέκταση. Στους κ. διακρίνονται συνήθως τρία χαρακτηριστικά μέρη: ο πυρήνας … Dictionary of Greek
ραδιενέργεια — Ιδιότητα ορισμένων στοιχείων να αποσυνθέτουν αυτόματα (φυσική ρ.) ή τεχνητά (τεχνητή ρ.) τους ατομικούς πυρήνες, με εκπομπή σωματιδιακών ακτινοβολιών (α και β) και ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (γ). Οι πρώτες μελέτες επί της φυσικής ρ. ανάγονται … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
σχάση πυρηνική — Το φαινόμενο της διάσπασης του ατομικού πυρήνα βαρέων στοιχείων (δηλαδή υψηλού ατομικού αριθμού) σε δύο μέρη (σπανιότερα περισσότερα) των οποίων οι μάζες είναι της αυτής τάξης μεγέθους· κατά το φαινόμενο εκπέμπονται συνήθως ηλεκτρόνια, ακτίνες γ… … Dictionary of Greek
κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… … Dictionary of Greek
νετρόνιο — Ουδέτερο ηλεκτρικά σωματίδιο, με μάζα περίπου 2.000 φορές μεγαλύτερη από τη μάζα του ηλεκτρονίου και 1,0014 φορές από τη μάζα του πρωτονίου τα ν. μαζί με τα πρωτόνια αποτελούν τα βασικά συστατικά του πυρήνα στον οποίο συγκεντρώνεται ποσοστό… … Dictionary of Greek