Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πυρέτιον

См. также в других словарях:

  • πυρέτιον — slight fever neut nom/voc/acc sg πυρετέω imperf ind act 3rd pl (doric) πυρετέω imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρέτια — πυρέτιον slight fever neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτοπυρέτιον — λεπτοπυρέτιον, τὸ (Μ) ελαφρός, χαμηλός πυρετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + πυρέτιον (< πυρετός)] …   Dictionary of Greek

  • πυρέτιο — το / πυρέτιον ΝΑ [πυρετός] (με υποκορ. σημ.) μικρός ή λίγος πυρετός …   Dictionary of Greek

  • πυρετός — Κάθε σταθερή ανύψωση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια. Όταν η θερμοκρασία, που λαμβάνεται στη μασχάλη, ξεπερνά τους 37°C θεωρείται π.· όπως είναι γνωστό, η θερμοκρασία του στόματος είναι κατά μερικά δέκατα υψηλότερη από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»