-
1 πυρέτιον
-
2 πυρέτιον
πυρέτιονslight fever: neut nom /voc /acc sgπυρετέωimperf ind act 3rd pl (doric)πυρετέωimperf ind act 1st sg (doric) -
3 πυρέτιον
πυρέτιον, τό, leichtes Fieber -
4 πυρέτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρέτιον
-
5 πυρέτια
πυρέτιονslight fever: neut nom /voc /acc pl
См. также в других словарях:
πυρέτιον — slight fever neut nom/voc/acc sg πυρετέω imperf ind act 3rd pl (doric) πυρετέω imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρέτια — πυρέτιον slight fever neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτοπυρέτιον — λεπτοπυρέτιον, τὸ (Μ) ελαφρός, χαμηλός πυρετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + πυρέτιον (< πυρετός)] … Dictionary of Greek
πυρέτιο — το / πυρέτιον ΝΑ [πυρετός] (με υποκορ. σημ.) μικρός ή λίγος πυρετός … Dictionary of Greek
πυρετός — Κάθε σταθερή ανύψωση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια. Όταν η θερμοκρασία, που λαμβάνεται στη μασχάλη, ξεπερνά τους 37°C θεωρείται π.· όπως είναι γνωστό, η θερμοκρασία του στόματος είναι κατά μερικά δέκατα υψηλότερη από… … Dictionary of Greek