-
1 πυξάκανθα
A thorn like the box-tree,= λύκιον, Dsc.1.100: also [full] πυξάκανθος, Lat. pyxacanthus, Plin.HN12.31, 24.125, Gal.12.63.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυξάκανθα
См. также в других словарях:
πυξάκανθος — ἡ, Α βλ. πυξάκανθα … Dictionary of Greek
πυξάκανθα — η, ΝΑ, και πυξάκανθος Α είδος ακάνθας που μοιάζει με πύξο νεοελλ. το φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία πύξος η αειθαλής, κν. πυξάρι ή πιμισίρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύξος «είδος φυτού» + ἄκανθα] … Dictionary of Greek