Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πυξάκανθος

См. также в других словарях:

  • πυξάκανθος — ἡ, Α βλ. πυξάκανθα …   Dictionary of Greek

  • πυξάκανθα — η, ΝΑ, και πυξάκανθος Α είδος ακάνθας που μοιάζει με πύξο νεοελλ. το φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία πύξος η αειθαλής, κν. πυξάρι ή πιμισίρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύξος «είδος φυτού» + ἄκανθα] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»