-
1 πυλ-ωρέω
πυλ-ωρέω, Thürhüter oder Thürwächter sein, Luc. Mort. D. 20, 1 Sacrif. 8; γλῶσσα πυλωρεῠσα τὴν γεῠσιν, Hippocr.; ὁ πινοτήρας πυλωρεῖ τὴν κόγχην προκαϑήμενος, Plut. sol. anim. 30.
-
2 πυλωρέω
-
3 πυλωρεω
1 πυλ-ωρέω
πυλ-ωρέω, Thürhüter oder Thürwächter sein, Luc. Mort. D. 20, 1 Sacrif. 8; γλῶσσα πυλωρεῠσα τὴν γεῠσιν, Hippocr.; ὁ πινοτήρας πυλωρεῖ τὴν κόγχην προκαϑήμενος, Plut. sol. anim. 30.
2 πυλωρέω
3 πυλωρεω