-
1 πυλαοχος
См. также в других словарях:
πυλάοχος — ον, Α βλ. πυλοῡχος … Dictionary of Greek
πυλαόχῳ — πυλάοχος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλούχος — και πυλάοχος, ον, Α 1. (το αρσ. στον τ. πυλάοχος) προσωνυμία τού Διονύσου 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πυλοῡχος δοκός που υποβαστάζει πύλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + οῦχος* (< ἔχω)] … Dictionary of Greek