-
1 πυλεώνας
-
2 πυλεῶνας
См. также в других словарях:
πυλεώνας — ο / πυλεών, ῶνος, ΝΑ βλ. πυλώνας … Dictionary of Greek
πυλεῶνας — πυλεών wreath masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PLECTILIS Corona — apud Plautum Bacch. Actu. 1. Sc. 1. v. 37. Pro galea scaphium, pro insigni sit corona plectilis: a plectendo dicta est. Cuiusmodi coronae Graecis sunt ςτέφανοε πλεκτοὶ, Aeschylo ἄνθη πλεκτὰ; Homero Il. X. v. 469. πλεκτὴ ὠναδέσμη. Proprie autem… … Hofmann J. Lexicon universale
πυλώνας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) στην πρώην επαρχία Ρόδου του νομού Δωδεκανήσου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (16 τ. χλμ.). * * * και πυλεώνας, ο / πυλών και πυλεών, ῶνος, ΝΜΑ 1. μεγάλη εξωτερική πύλη, κύρια είσοδος μεγάρου, ναού, μονής,… … Dictionary of Greek