-
1 πυλαωρώ
-
2 πυλαωρῷ
См. также в других словарях:
πυλαωρῷ — πυλαωρός gate keeper masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 πυλαωρώ
2 πυλαωρῷ
πυλαωρῷ — πυλαωρός gate keeper masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)