-
1 πυκτοσύνη
-
2 πυκτοσύνη
См. также в других словарях:
πυκτοσύνη — ἡ, Α [πύκτης] η πυγμαχία … Dictionary of Greek
πυκτοσύνην — πυκτοσύνη the art of boxing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)