-
1 πυκνώματα
πύκνωμαthick cloth: neut nom /voc /acc pl -
2 πυκνώματ'
πυκνώματα, πύκνωμαthick cloth: neut nom /voc /acc plπυκνώματι, πύκνωμαthick cloth: neut dat sgπυκνώματε, πύκνωμαthick cloth: neut nom /voc /acc dual -
3 ὀμιχλοειδής
ὀμιχλο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀμιχλοειδής
См. также в других словарях:
πυκνώματα — πύκνωμα thick cloth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνώματ' — πυκνώματα , πύκνωμα thick cloth neut nom/voc/acc pl πυκνώματι , πύκνωμα thick cloth neut dat sg πυκνώματε , πύκνωμα thick cloth neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύκνωμα — το, ΝΑ [πυκνῶ] 1. το να είναι κάτι πυκνό, δηλ. δασύ ή άφθονο («τὸ πύκνωμα τῶν τριχῶν ἀποψιλῶν», Αλκίφρ.) 2. συμπύκνωση, σύμπτυξη αρχ. 1. πυκνό ύφασμα, πίλημα 2. συμπίεση, σύνθλιψη 3. στον πληθ. τὰ πυκνώματα μουσ. συμπυκνωμένοι ή πολλαπλοί ή… … Dictionary of Greek